from
Ground Zero - Σημείο Μηδέν (2016),
released June 11, 2016
Από μικρή όλο άκουγε να λένε για Ελλάδα
οι φίλοι , οι γείτονες , τα πρώτα ξαδέλφια
Ο πατέρας απ' το χάραμα αγκαλιά με τη κάβα
και η μάνα να τη βλέπει όταν έβρισκε κέφια
Η Σάσα απ' τα 12 μέσα στο χαμαλίκι
εργοστάσιο και bar , τα βράδια για τα έξτρα
Δεν είχε φίλους , ούτε από πιτσιρίκι
έτσι μπήκε στης πιάτσας τη παλαίστρα
Ένα βράδυ τη φορτώσανε μαζί με κάτι άλλες
σ' ένα φορτηγό με κρέατα για Σαλονίκη
Δεν περίμενε να βρει μεγάλες αγκάλες
μια δουλειά προχειράντζα , ίσα ίσα για το νοίκι
Στα σύνορα σταμάτησαν , κατέβασαν δυό τρείς
τις πήραν μ' ένα αμάξι κάτι μαντραχαλάδες
σκέφτηκε 'που να τρέξεις και που να κρυφτείς'
αν την πιάναν θα τη στέλνανε πίσω οι κεράταδες
Το βούλωσε και κούρνισε , πίσω στη γωνιά της
έκλεισε τα μάτια και μετρούσε στιγμές
από κείνα τα χρόνια που την είχε η γιαγιά της
'τι τα θες και τα θυμάσαι , σταμάτα να κλαις'
Ψίθυρισε στον εαυτό της και σκούπισε τα μάτια
πριν προλάβει να πλαγιάσει τη ξύπνησε ο οδηγός
Απ' το ταξίδι είχε γίνει 1002 κομμάτια
την έπιασε αγκαλιά και της είπε αμιγώς
- Θα' σαι για μένα φως
- Θα' μαι για σένα θεός
- Θα μαστε μαζί ευτυχώς
για να σε κάνω κυρά στην καρδιά μου
- Θα με ακούς να σωθείς
- Και θα μπω εγγυητής
- Μες στη νύχτα να χωθείς
για να μετρώ γιούρια στον κουμπαρά μου
Δύο χρόνια μετά , κάπου μέσα στο Βαρδάρη
η Σάσα σε barακι , μικρό , καλοπιασάρικο
σαλιάρηδες τριγύρω , ούτε ένα παλικάρι
κι ο κώλος της στο κάγκελο για ένα 50αρικο
Ένα βράδυ , πριν το κλείσιμο , στήθηκε τραπέζι
δύο μούτρα , το αφεντικό κι ένας κοντός τυπάς
μοιράσανε χαρτιά και καφέδες πετιμέζι
'στη τσόχα επάνω καλύτερα να μη μιλάς'
Είπε μέσα της και στάθηκε σε μια γωνιά να βλέπει
το δωμάτιο στη κάπνα κι οι μάρκες ν' αλλωνίζουν
ο κοντός έβγαλε άσσο απ' την τσέπη
τον πέταξε κι οι άλλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν
Δεν πήρανε χαμπάρι πως έχασαν τα πάντα
κοιτίοντουσαν και πίνανε , χωρίς να το χωνέψουν
στην τσέπη τους δεν κάνανε πολύ καλά κουμάντα
κι έτσι σκέφτηκαν τον κοντό για να ληστέψουν
Έβγαλε σηδερικό και τους κοίταξε στραβά
κι έγινε μια συφνωνία ατάκα κι επιτόπου
να κρατήσει εκείνος της Σάσας τα χαρτιά
και της χάραξε ένα μέρος του προσώπου
Να είναι κτήμα του , στην πιάτσα να ποζάρει
κι εκείνη σαν τη γλάστρα να τη τρώει η φοβέρα
τι το θελε να' ρθει σε τούτο το λιμάνι;
να έχει το μαλάκα να της λεει κάθε μέρα